Μια Τσικνοπέμπτη: Δος ημίν σήμερον... πορτοκάλια


Οι Καθημερινές Εμπειρίες 
στο Μετρό του Φαίδωνα

«Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον 
δός ἡμῖν σήμερον.» ...πορτοκάλια

Μετρό, 12-2-2015 μ.Χ.
Ήταν ομολογουμένως σήμερα μια πολύ κουραστική μέρα. Με την ιδέα όμως πως με περιμένει τριήμερη αδειούλα, σχεδόν πέταγα κατεβαίνοντας τη σκάλα του Μετρό από Αττική για Δάφνη, παρόλο που εκτός απ τη τσάντα μου με τα σύνεργα της δουλειάς, ήμουν φορτωμένος με κάτι τεράστια πορτοκάλια!

Ένας καλός πελάτης, προφανώς ευχαριστημένος πολύ, από την εξυπηρέτηση της συναδέλφου-κολλητής μου, έστειλε μια μεγάλη κούτα με κάτι τεράστια πορτοκάλια από την Επίδαυρο κι άλλα καλούδια. Η καλή φίλη μας μοίρασε σε όλους και βρέθηκα με τα τεράστια πορτοκάλια μου αμπαλαρισμένα προσεκτικά σε δύο σακούλες για να μην μου φύγουν και τα κυνηγάω στις σκάλες του Μετρό.

Μπήκα λοιπόν σφαίρα στο βαγόνι, έπιασα πανοραμική θέση στα πλάγια, έβαλα τα πορτοκάλια κάτω σχεδόν απ' το κάθισμα και μπροστά το σακίδιο μου. Πριν καλά καλά ξεκινήσω να διαβάζω άλλο ένα βιβλίο στρατιωτικής ιστορίας με μάχες και μακελειά(αμάν αυτά τα κολλήματα!), ήρθαν αργά και κάθισαν στο διπλό κάθισμα, ακριβώς πλάι μου, δυο μεσόκοπα ανθρωπάκια με σκούφους στα κεφάλια και σχεδόν κουκουλωμένοι με κάτι πολυκαιρισμένα παλτό.

Κρατούσαν από μία τσάντα ο καθένας με ψωμιά, κουλούρια Θεσσαλονίκης και συσκευασίες φαγητού σαν αυτές που δίνουν στα συσσίτια.

Αφήνοντας προσεκτικά τη σακούλα του κάτω ο ένας, ο πιο ομιλητικός, και τρίβοντας τα χέρια του λέει στον άλλο. -«Ωραία ζέστη έχει εδώ μέσα!». Ο άλλος με μια κίνηση του κεφαλιού συμφωνεί κοιτώντας τον με ένα άδειο χαμόγελο. «Να ταν και στο σπίτι έτσι! ε; Ζάχαρη θα' μασταν!»

Ο άλλος, ο λιγότερο ομιλητικός σχεδόν με το ζόρι έβγαλε απ' το στόμα του ένα «δε βαριέσαι».

- «Τσικνοπέμπτη απόψε» λέει ο πρώτος ο λαλίστατος σε λίγο, λές και του 'ρθε στο μυαλό καμία σπουδαία ιδέα.

-«Μας δώσανε μακαρονάδα με κιμά... ψωμιά πολλά... μια χαρά! ε;»

Ο άλλος, ο λιγομίλητος με το άδειο χαμόγελο τον κοιτάει φευγαλέα... «Δόξα τω Θεώ να λέμε» λέει «ναί ναί, βέβαια! Δόξα τω Θεώ» λέει κι άλλος.

Κοντεύω να φτάσω στη στάση μου στη Δάφνη όταν ακούω τον πρώτο λαλίστατο ανθρωπάκο να λέει...

-«ρε συ ξέρεις τί δεν πήραμε μόνο; Φτού ρε γαμώτο...» «Τί;» ρωτάει ο άλλος αδιάφορα... -«Μοιράζανε κάτι ωραία πορτοκαλάκια! Να παίρναμε κανά δυό! Ε, καλά δε πειράζει!» λέει πάλι σαν να διόρθωνε τον εαυτό του.

Κοιτώντας τον απότομα με βλέμμα που προφανώς το τρόμαξε το ανθρωπάκι, του λέω σχεδόν ασυναίσθητα «άνοιξε τη τσάντα σου...». Αυτός ο καημένος, λές κι αυτά που του δώσανε δεν του άνηκαν κι έπρεπε να τα επιστρέψει πίσω, άνοιξε τη σακούλα και με κοίταξε με απορία. Γρήγορα έβαλα μέσα τέσσερα πορτοκάλια-γίγαντες και σηκώθηκα να κατέβω.

Ο λιγομίλητος με χτυπάει φιλικά στον ώμο... «ευχαριστούμε λεβέντη μου...καλή Σαρακοστή! Όρε μάνα μου κάτι μεγάλα πορτοκάλια! Από πού να ναι;» -«απ' την Επίδαυρο» του λέω και κατεβαίνω γρήγορα χωρίς να κοιτάξω τα χαμογελαστά πρόσωπα τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου